Μετά τον σκοτεινό, γοτθικό και... ασπρόμαυρο Άμλετ, ο Laurence Olivier επιστρέφει το 1955 με άλλο ένα σαιξπηρικό έργο για τρίτη φορά μπροστά και πίσω από την κάμερα. Ο Ριχάρδος ο 3ος περιλαμβάνει ένα «πλούσιο» επιτελείο ηθοποιών, την αφρόκρεμα της βρετανικής σκηνής. Είναι επίσης μια πλούσια παραγωγή σε πολύχρωμα κουστούμια, αλλά, περιέργως, με λιτά σκηνικά που μου φάνηκαν —θα έλεγα— αρκετά φτωχικά και μουντά. Η μουσική επίσης είναι ανύπαρκτη στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας και λίγο πριν το τέλος ακούμε κάποιες νότες με μεγαλύτερη διάρκεια. Αλλά αν βάλουμε όλα αυτά στην άκρη, μένει τότε το κείμενο. Και το να παρακολουθείς για 2 ώρες και 40 λεπτά μια σαιξπηρική ταινία με διαλόγους βγαλμένους κατευθείαν μέσα από το κείμενο του βάρδου —να ακούς δηλαδή μόνο αρχαία αγγλικά— απαιτεί μεγάλη προσπάθεια συγκέντρωσης. Και ως μη εξειδικευμένος στο αγγλικό θέατρο, μπορώ να πω ότι η ταινία με κούρασε. Στο τελευταίο κομμάτι η ταινία ανεβαίνει καθώς βγαίνει στο ύπαιθρο για την τελευταία μάχη. Εκεί, η άξια αναφοράς φωτογραφία δίνει ανάσες στο βαρύ έργο και ταυτόχρονα αναπνέουμε και μεις έναν αέρα φρεσκάδας.
Στις ΗΠΑ αποτέλεσε μεγάλη εμπορική αποτυχία, καθώς λίγο πριν βγει στις αίθουσες είχε προβληθεί από την τηλεόραση! Άξιο απορίας πώς τα κατάφεραν... Για τους μη θεατρόφιλους, τέλος, προτείνουμε ως πρώτη επαφή με το συγκεκριμένο έργο του Σαίξπηρ να αναζητήσουν την εναλλακτική σκηνοθετική προσέγγιση του Al Pacino ή την μοντέρνα εκδοχή από τον Ian McKellen (την οποία εμείς δεν έτυχε να δούμε ακόμα).
Στις ΗΠΑ αποτέλεσε μεγάλη εμπορική αποτυχία, καθώς λίγο πριν βγει στις αίθουσες είχε προβληθεί από την τηλεόραση! Άξιο απορίας πώς τα κατάφεραν... Για τους μη θεατρόφιλους, τέλος, προτείνουμε ως πρώτη επαφή με το συγκεκριμένο έργο του Σαίξπηρ να αναζητήσουν την εναλλακτική σκηνοθετική προσέγγιση του Al Pacino ή την μοντέρνα εκδοχή από τον Ian McKellen (την οποία εμείς δεν έτυχε να δούμε ακόμα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου