Όπως αρκετοί σκηνοθέτες, έτσι και ο Blake Edwards είπε να ασχοληθεί με τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Ο σκηνοθέτης όμως επέλεξε την κωμική πλευρά φυσικά και έτσι το 1966 παρουσίασε το Τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά;. Ο συγγραφέας του «Εξορκιστή» William Peter Blatty βοήθησε στη συγγραφή του σεναρίου, από μια ιστορία του ίδιου του Edwards. Οι δυο τους είχαν ξανασυνεργαστεί το '64 στη δημιουργία του 2ου ροζ πάνθηρα, το A Shot in the Dark.
Βρισκόμαστε στη Σικελία του '43. Η ταινία μας παρουσιάζει έναν πορωμένο λοχαγό (τον κωμικό Dick Shawn) που αναλαμβάνει από το στρατηγό του ένα μικρό λόχο που είναι εντελώς... χύμα και έχει υπολοχαγό τον James Coburn. Τους αναθέτουν να πάνε να καταλάβουν ένα μικρό ιταλικό χωριό. Με το που φτάνουν εκεί, το ιταλικό στρατιωτικό τμήμα παραδίνεται άνευ όρων. Ή, μάλλον, με έναν όρο: να τους αφήσουν να κάνουν τη γιορτή του χωριού εκείνο το βράδυ και την άλλη μέρα παραδίνονται. Και οι φίλοι μας οι αμερικανοί δέχονται, στέλνοντας ένα υπόμνημα στο στρατηγό ότι συναντήσανε «μια μικρή αντίσταση». Το κρασί ρέει άφθονο, οι γυναίκες είναι χάρμα οφθαλμών και όχι μόνο και ο πορωμένος λοχαγός βρίσκει το δάσκαλό του. Κάπως έτσι κυλάει το πρώτο μισάωρο του έργου. Κυλάει όμως αργά και βαρετά, με όχι και τόσο πετυχημένα αστεία. Τότε όμως, αφού ξημερώσει η επόμενη μέρα, αρχίζει το μπάχαλο: οι στρατιώτες να έχουν ανταλλάξει στολές, να καταφθάνει ένας ταγματάρχης να ελέγξει την κατάσταση, να είναι όλοι με hangover, να αναγκάζονται να κάνουν στα ψέματα ότι πολεμάνε και αυτά είναι μόνον η αρχή. Ο Edwards εδώ βρίσκει ρυθμό και η ταινία κυλάει απίστευτα όμορφα. Σε κάθε ανατροπή στην προδιεγγραμένη πλοκή, ακολουθεί μια άλλη και μετά μιαν άλλη, μη μπορώντας να μαντέψεις τι θα επακολουθήσει. Και όταν σκάσουν μύτη και οι Ναζί, τα πράματα θα εκτροχιαστούν, με απίστευτα κωμικά μπερδέμετα και ακόμα πιο απίστευτα ξεμπερδέματα.
Βρισκόμαστε στη Σικελία του '43. Η ταινία μας παρουσιάζει έναν πορωμένο λοχαγό (τον κωμικό Dick Shawn) που αναλαμβάνει από το στρατηγό του ένα μικρό λόχο που είναι εντελώς... χύμα και έχει υπολοχαγό τον James Coburn. Τους αναθέτουν να πάνε να καταλάβουν ένα μικρό ιταλικό χωριό. Με το που φτάνουν εκεί, το ιταλικό στρατιωτικό τμήμα παραδίνεται άνευ όρων. Ή, μάλλον, με έναν όρο: να τους αφήσουν να κάνουν τη γιορτή του χωριού εκείνο το βράδυ και την άλλη μέρα παραδίνονται. Και οι φίλοι μας οι αμερικανοί δέχονται, στέλνοντας ένα υπόμνημα στο στρατηγό ότι συναντήσανε «μια μικρή αντίσταση». Το κρασί ρέει άφθονο, οι γυναίκες είναι χάρμα οφθαλμών και όχι μόνο και ο πορωμένος λοχαγός βρίσκει το δάσκαλό του. Κάπως έτσι κυλάει το πρώτο μισάωρο του έργου. Κυλάει όμως αργά και βαρετά, με όχι και τόσο πετυχημένα αστεία. Τότε όμως, αφού ξημερώσει η επόμενη μέρα, αρχίζει το μπάχαλο: οι στρατιώτες να έχουν ανταλλάξει στολές, να καταφθάνει ένας ταγματάρχης να ελέγξει την κατάσταση, να είναι όλοι με hangover, να αναγκάζονται να κάνουν στα ψέματα ότι πολεμάνε και αυτά είναι μόνον η αρχή. Ο Edwards εδώ βρίσκει ρυθμό και η ταινία κυλάει απίστευτα όμορφα. Σε κάθε ανατροπή στην προδιεγγραμένη πλοκή, ακολουθεί μια άλλη και μετά μιαν άλλη, μη μπορώντας να μαντέψεις τι θα επακολουθήσει. Και όταν σκάσουν μύτη και οι Ναζί, τα πράματα θα εκτροχιαστούν, με απίστευτα κωμικά μπερδέμετα και ακόμα πιο απίστευτα ξεμπερδέματα.
1 σχόλιο:
Ωραία ταινία όντως! Είναι σαν να μετακόμισε το ''Party'' στη Σικελία του Β Παγκόσμιου Πολέμου!
Έχω αδυναμία στον Dick Shawn παιδιόθεν, ήταν συμπαθέστατος κομεντιέν.
Δημοσίευση σχολίου