Η πρώτη ταινία που ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Elia Kazan το 1945 είναι ένα μελόδραμα, φουλ σε συγκίνηση, πόνο και δάκρυα (φροντίστε να έχετε πολλά μαντήλια). Φανταστείτε κάτι σε... Ξανθόπουλο. Εντάξει, υπερβάλλω λίγο. Είναι μια καλοφτιαγμένη παραγωγή με κανένα μεγάλο όνομα της εποχής και σχετικά μεγάλη διάρκεια (δύο ώρες και κάτι ψιλά). Παρακολουθούμε τους μόχθους μια φτωχής, τετραμελούς οικογένειας να επιβιώσει στο Μπρούκλιν των αρχών του περασμένου αιώνα, μέσα από την οπτική γωνία της μικρής κόρης. Ο μπαμπάς δουλεύει σερβιτόρος, η μάνα καθαρίζει σκάλες και τα δύο μικρά (κόρη και γιος) μαζεύουν ψιλά που βρίσκουν στο δρόμο, όταν δεν έχουν σχολείο. Το κοριτσάκι όμως έχει μεγάλη όρεξη για διάβασμα και μάθηση και επίσης έχει μεγάλη φαντασία, κάτι που της έχει εμφυσήσει ο πατέρας της, παραμυθάς με την καλή έννοια, ο οποίος προσπαθεί να μεταδώσει χαρά σε όλους τους γύρω του, συγγενείς, γνωστούς και αγνώστους. Η ιστορίας του Δέντρου που φυτρώνει στο Μπρούκλιν θα έχει πολλά σκαμπαναβέσματα, πολλές λύπες αλλά και λίγες χαρές. Στο τέλος θα καταλάβουν ότι μπορούν κουτσά-στραβά να επιβιώσουν. Το θέμα όμως είναι πώς θα παραμείνουν αγαπημένοι και ευτυχισμένοι μέσα στην απλή καθημερινότητά τους. Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου στον πατέρα James Dunn και ειδικό βραβείο ερμηνείας για τα δύ παιδιά. Αποτέλεσε την ουσιαστική αφετηρία της καριέρας της Dorothy McGuire, η οποία πήρε αυτό το ρόλο επειδή η πρώτη επιλογή, η Gene Tierney, έμεινε έγκυος και εγκατέλειψε.
Ψάχνοντας (δηλαδή βλέποντας) όχι και τόσο γνωστές ταινίες (κυρίως παλιές). Και ευκαιρία να θυμηθούμε (ή να γνωρίσουμε) κάποιες κλασικές!
Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
Τι μου θύμησες τώρα!
Το μυθιστόρημα «Ένα δένδρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» δημοσιευότανε σε συνέχειες την δεκαετία του 50 στο περιοδικό «Η ΔΙΑΠΛΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ»
Από εκεί μάθαμε να διαβάζουμε προτού περάσουμε σε Ντοστογιέφσκι και Κάφκα.
Γιάννης - Ανάβυσσος
Φίλε Γιάννη, χαίρομαι που μοιράζεσαι μαζί μας τις αναμνήσεις σου και ταυτόχρονα ακούμε πρωτάκουστα πράματα για τη δικιά μας γενιά. Πού να δημοσιευτούν πλέον βιβλία σε περιοδικά και εφημερίδες...
Σε συνέχεα των σχολείων μου, αφού μετέφρασα τους υπότιτλους αυτής της ταινίας και την μελέτησα αρκετά, έχω να παρατηρήσω τα εξής:
Όποιος βλέπει αυτή την ταινία χωρίς να γνωρίσει το μυθιστόρημα, αντιλαμβάνεται ένα απλό μελό. Όποιος όμως γνωρίζει το μυθιστόρημα, δεν ενθουσιάζεται και πολύ! Στην πραγματικότητα λείπει η μισή ιστορία! Υπάρχει άλλη τόση ιστορία με τα προβλήματα της κοπέλας ως έφηβης. Για να μπορέσει ο σεναριογράφος να δώσει ένα βιαστικό τέλος, φθάνει στο σημείο να μας παρουσιάζει τη θεία να προσπαθεί να βρει γαμπρό στην παιδούλα ανιψιά της! Η ιστορία ήταν διαφορετική. Η κοπέλα μετά την αποφοίτησή της από την βασική εκπαίδευση αναγκάζεται να εργαστεί και όχι να πάει σε κολέγιο όπως ποθούσε. Εργάζεται σε ένα γραφείο που μελετά τον καθημερινό τύπο και κρατάει αποκόμματα για θέματα που ενδιαφέρουν κάποιους πελάτες. Τότε γνωρίζει και τον έρωτα στο πρόσωπο κάποιου «Λη».
Μελετώντας τις εφημερίδες με φρίκη και έκπληξη διαβάζει ότι στην Ευρώπη κηρύχτηκε πόλεμος! Με το ψαλίδι κόβει το σχετικό άρθρο, αδιαφορώντας για το τι έγραφε πίσω του. Στον πόλεμο κατατάσσεται και ο αγαπημένος της, όπου εκεί λήγει το ρομάντζο καθότι αυτός ή σκοτώνεται ή εξαφανίζεται, Δεν θυμάμαι.
Στη συνέχεια η κοπέλα εκφράζει την επιθυμία να συνεχίσει την εκπαίδευσή της. Το αφεντικό όμως έχει αντιρρήσεις. «Που θέλετε να σπουδάσετε;» την ρωτά. «Σε πιο Πανεπιστήμιο;. «Στο Κολέγιο», απαντά η κοπέλα. «Τι; Στο Κολέγιο σε αυτή την ηλικία;» Διερωτάται αυτός. Η συζήτηση αυτή άνοιξε την όρεξη στην κοπέλα ώστε επισκέφτηκε το πανεπιστήμιο της περιοχής της και ζήτησε μια αίτηση εγγραφής στα ελεύθερα τμήματά του. Στο ερώτημα της αίτησης, που έγινε η κολεγιακή της εκπαίδευση, εκείνη έγραψε ξεδιάντροπα: Κατ’ οίκον. Απάντησε και με επιτυχία όπως φαίνεται και στις ερωτήσεις κρίσεως και έγινε δεκτή στο πανεπιστήμιο!
Δεν μπορεί να το πιστέψει. Κατά την επιστροφή της με το μετρό, της φαινόταν ότι ο ρυθμικός ήχος της αμαξοστοιχίας επάνω στις ράγες φώναζε ρυθμικά: «Πα-νε πι-στή- μιο». - :«Πα-νε πι-στή- μιο.»… Τελικά κατέβηκε στον επόμενα σταθμό για να πάρει μερικές αναπνοές και να ηρεμίσει.
Τελικά η ζωή της συνεχίζεται με σπουδές και εργασία. Κάποτε γνωρίζει και τον μεγάλο έρωτα που θα καταλήξει σε γάμο. Πριν από το γάμο κάνει μια βόλτα στα παλιά λημέρια που μεγάλωσε. Εκεί συναντά τον άνθρωπο που πούλαγε λοταρίες και για να κάνει τα πιτσιρίκια να ξοδεύουν όλες τους τις δεκάρες σ’ αυτόν, είχε σαν κράχτη τα μεγάλα έπαθλα: Μία κούκλα και ένα ζευγάρι πατίνια. Τα παιδιά αγόραζαν όποτε μπορούσαν κλήρους, με την ελπίδα να κερδίσουν ένα από τα «πολύτιμα» δώρα. Αμ δε! Από την πολυκαιρία τα μαλλιά της κούκλας είχαν γίνει τζίβα και τα πατίνια είχαν σκουριάσει. Έχοντας πια χρήματα στην τσέπη η Φράνσης του λέει: «Θέλω να αγοράσω όλους τους κλήρους!» Έντρομος αυτός πέφτει στα γόνατα και της ζητά να δείξει κατανόηση για την απάτη που έκανε τόσο καιρό, προκειμένου να ζήσει την οικογένειά του.
Τελικά βλέπει στην αυλή τους το άγριο δέντρο που κάποτε οι νοικοκυρές ζήτησαν να κοπεί γιατί τους εμπόδιζε να απλώνουν την μπουγάδα τους, να έχει ξαναφυτρώσει και να έχει θεριέψει. Στα σκαλοπάτια κάθεται ένα κοριτσάκι που διαβάζει και κάθε τόσο βάζει μια μέντα στο στόμα της και πίνοντας μια γουλιά νερό προσπαθεί να αποκτήσει της αίσθηση ότι πείνει κρύο νερό. ‘Όπως έκανε και αυτή όταν ήταν μικρή.
«Γεια σου Φράνσης!» Της φωνάζει.
¨Δεν με λένε Φράνσης!» απαντά η μικρή.
«Δεν Πειράζει. Αντίο Φράνσης!» της ανταπαντά και η ιστορία τελειώνει εδώ.
Να υπενθυμίσω ότι το μυθιστόρημα το διάβασα σε συνέχεις σε παιδικό περιοδικό σε ηλικία 13 με 14 ετών και από τότε δεν το ξανάδα. Αυτά είναι ότι θυμάμαι από τότε.
Γιάννης - Ανάβυσσος
Απίστευτο το σχόλιό σου, φίλε Γιάννη! Σε ευχαριστώ θερμά!
Δημοσίευση σχολίου